- υἱός
- υἱός, gen. υἱοῦ, υἷος, υἱέος, dat. υἱῷ, υἷι, υἱέι, acc. υἱόν, υἷα, υἱέα, du. υἷε, pl. υἷες, υἱέες, dat. υἱοῖσι, υἱάσι, acc. υἷας, υἱέας, υἱεῖς: son; freq. υἷες Ἀχαιῶν for Ἀχαιοί. The diphthong is sometimes shortened in υἱός, υἱόν, υἱέ, Od. 11.270, , Il. 4.473.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.